φαρδαίνω

φαρδαίνω
[фардэно]р. (μτβ.) расширять.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαρδαίνω" в других словарях:

  • φαρδαίνω — φαρδαίνω, φάρδυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαρδαίνω — και φαρδύνω φάρδυνα 1. μτβ., κάνω κάτι φαρδύ, το πλαταίνω: Φαρδαίνουν το δρόμο. 2. αμτβ., γίνομαι φαρδύς, πλαταίνομαι: Δε φαρδαίνει το φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδαίνω — και φαρδένω και φαρδύνω Ν [φαρδύς] 1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ευρύνω — (ΑΜ εὐρύνω) [ευρύς] καθιστώ κάτι ευρύ, πλαταίνω, φαρδαίνω αρχ. 1. αφήνω ευρύ διάστημα, πολύ χώρο 2. διαστέλλω 3. εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • φάρδεμα — το, Ν [φαρδαίνω] πλάτεμα …   Dictionary of Greek

  • φαρδύνω — Ν βλ. φαρδαίνω …   Dictionary of Greek

  • φαρδύνω — βλ. φαρδαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»